- έκκαιρος
- ἔκκαιρος, -ον (Α)απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκκαιρον — ἔκκαιρος out of date masc/fem acc sg ἔκκαιρος out of date neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek